εὔξυστος

εὔξυστος
εὔξυστος, ον, ([etym.] ξύω)
A easily scraped or rasped, Hp.VC19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύξυστος — εὔξυστος, ον (Α) αυτός που ξύνεται ή ρινίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυστός (ξύω)] …   Dictionary of Greek

  • εὔξυστον — εὔξυστος easily scraped masc/fem acc sg εὔξυστος easily scraped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύξεστος — η, ο (Α εὔξεστος, ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, η, ον και ος, ον) 1. ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά 2. ο στιλπνός («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔξεστον η επιμελημένη επεξεργασία νεοελλ. αυτός που μπορεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”